τήρητρα

τήρητρα
τὰ, Α
δαπάνη για επιτήρηση, για φύλαξη, τα φύλακτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα -τρα, πληθ. τού -τρον, που απαντά συχνά σε λ. που δηλώνουν αμοιβή ή πληρωμή (πρβλ. κόμισ-τρα, λύ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”